- καρδιογράφημα
- τοδιάγραμμα που χαράζεται από τον καρδιογράφο και δείχνει τις συστολικές κινήσεις της καρδιάς: Της έβγαλαν καρδιογράφημα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρδιογράφημα — το ιατρ. γραφική παράσταση τής καρδιακής λειτουργίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiogram < cardio (πρβλ. κάρδιο ) + gram (πρβλ. γράμμα) που αποδίδεται ως γράφημα (< γραφώ < γράφος < γράφω)] … Dictionary of Greek
αρρυθμία, καρδιακή — Παθολογικό φαινόμενο που εμφανίζεται όταν η συχνότητα και η διαδοχή των παλμών της καρδιάς δεν είναι κανονικές. Η κ.α. είναι αποτέλεσμα διαταραχής της παραγωγής και της αγωγής του νευρικού ερεθίσματος που επιδρώντας στις μυϊκές ίνες της καρδιάς… … Dictionary of Greek
καρδι(ο)- — (AM καρδι[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή ανήκει ή έχει σχέση με την καρδιά. Σπανιότατα μπορεί να εκληφθεί και ως επιτατικό (πρβλ. καρδιοδα[γ]κάνω «δαγκώνω δυνατά»).Σύνθετα με α συνθετικό καρδι(ο) : καρδιαλγής … Dictionary of Greek
καρδιογραφικός — ή, ό ιατρ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο καρδιογράφημα και στην καρδιογραφία. επίρρ... καρδιογραφικώς με καρδιογραφικό τρόπο, από την άποψη τής καρδιογραφίας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cardiographic < cardiograph (πρβλ.… … Dictionary of Greek